εστιαμα

εστιαμα
    ἑστίαμα
    ἑστίᾱμα
    -ατος τό
    1) пир, пиршество
    

(τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.)

    2) перен. пища
    

ἐμπίπλασθαι ὀργέν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. — питать злобу дурной пищей, т.е. отдаваться чувству гнева


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εστιαμα" в других словарях:

  • εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό …   Dictionary of Greek

  • ἑστίαμα — ἑστίᾱμα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιαμάτων — ἑστιᾱμάτων , ἑστίαμα banquet neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάμασι — ἑστιά̱μασι , ἑστίαμα banquet neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάματα — ἑστιά̱ματα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάματι — ἑστιά̱ματι , ἑστίαμα banquet neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»